ἐνέπιπτον

ἐνέπιπτον
ἐνέπῑπτον , ἐμπίτνω
fall upon
imperf ind act 3rd pl
ἐνέπῑπτον , ἐμπίτνω
fall upon
imperf ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • недооумѣти — НЕДООУМѢ|ТИ (34), Ю, ѤТЬ гл. 1.Не понимать чего л., быть в состоянии недоуме ния: Ис(с)ѹ же бывшю въ вифаньи… пристѹпи к немѹ жена имѹщи алавастръ мѹра… и изли˫а на главѹ ѥмѹ… видѣвше же ѹч҃нци || ѥго негодоваша [по поводу ее расточительства]… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κεραυνός — Ακαριαία, ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση μεταξύ νέφους και εδάφους, εξαιτίας της παρουσίας ισχυρού ηλεκτρικού πεδίου στον συγκεκριμένο χώρο της ατμόσφαιρας. Αν η εκκένωση συμβεί μεταξύ δύο νεφών ή στο εσωτερικό ενός νέφους, η εκκένωση αυτή καλείται… …   Dictionary of Greek

  • προφυλακή — Νησί στη νότια πλευρά της Λέσβου και NΔ του ακρωτηρίου Αγρελιός. Το νησί βρίσκεται στα αριστερά εκείνου που προσπλέει από τα N τον κόλπο της Γέρας. * * * η, ΝΜΑ [φυλακή] εμπροσθοφυλακή, στρατιωτική δύναμη η οποία αποσπάται από τον κύριο όγκο τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”